-
1 κλύζω
κλύζω, 1) bespülen, anspülen; von anschlagenden Meereswogen, H. h. Ap. 75; κύματα κλύζεσκον ἐπ' ἠϊόνος, die Wogen plätscherten, brandeten an das Gestade, Il. 23, 61; pass. von Wellen bewegt werden, wogen, ἐκλύσϑη ϑάλασσα, das Meer schlug Wellen, 14, 392 Od. 9, 484, wie Hes. Sc. 209; übertr., aufregen, ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς τοῠδε πήματος πολὺ μεῖζον Aesch. Ag. 1055; auch in Prosa, κλύζεται ἡ Ἰαπ υγία τῷ Σικελικῷ πελάγει, Japygien wird vom sicilischen Meere bespült, Pol. 34, 11, 2. – 2) abspülen, waschen, reinigen; ϑάλασσα κλύζει πάντα τἀνϑρώπων κακά Eur. I. T. 1193; εὖ κλύσαι τὸ ἔκπ ωμα Xen. Cyr. 1, 3, 9; τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ Arist. H. A. 8, 21; κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέϊ καρῷ, mit Wachs gebohnt, Theocr. 1, 27. – Bes. durch ein Klystier reinigen, τινά, von dem Arzte gesagt, Nicarch. 2 (XI, 118).
-
2 κλύζω
κλύζω, (1) bespülen, anspülen; von anschlagenden Meereswogen; κύματα κλύζεσκον ἐπ' ἠϊόνος, die Wogen plätscherten, brandeten an das Gestade; pass. von Wellen bewegt werden, wogen, ἐκλύσϑη ϑάλασσα, das Meer schlug Wellen; übertr., aufregen, ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς τοῠδε πήματος πολὺ μεῖζον; κλύζεται ἡ Ἰαπ υγία τῷ Σικελικῷ πελάγει, Japygien wird vom sicilischen Meere bespült. (2) abspülen, waschen, reinigen; κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέϊ καρῷ, mit Wachs gebohnert. Bes. durch ein Klystier reinigen, τινά, von dem Arzte gesagt
См. также в других словарях:
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek
κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek